γραουβάκες

γραουβάκες
Ιζηματογενές πέτρωμα της ομάδας των ψαμμιτών, που έχει συνήθως γκρίζο χρώμα και αποτελείται από θραύσματα χαλαζία, αστρίων, μαρμαρυγιών, πυριτικών σχιστόλιθων, αργιλικών σχιστόλιθων, γνευσίων κ.ά. Τα θραύσματα αυτά συνδέονται με πυριτικό ή αργιλοπυριτικό υλικό, το οποίο, σε μερικές περιπτώσεις, σχηματίζεται από ανθρακικές ορυκτές ουσίες. Τα πετρώματα αυτά παρουσιάζουν μεγάλη αντοχή στη συμπίεση και, όταν κονιορτοποιηθούν, δίνουν αμμοαργιλώδες ή πηλώδες έδαφος. Οι γ. υπάρχουν σε πολλές περιοχές. Στη χώρα μας βρίσκονται κυρίως στη Στενή Ευβοίας και στη Xίο, από την κοιλάδα του Κεράμου έως το ακρωτήριο Μελανιός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • αιώνες, γεωλογικοί — Η ιστορία της Γης διαιρείται σε πέντε αιώνες: (α) αρχαϊκόςαρχαιοζωικός (που περιλαμβάνει και τον προτεροζωικό, ορισμός που δεν επικράτησε τελικά), (β) πρωτογενήςπαλαιοζωικός, (γ) δευτερογενήςμεσοζωικός, (δ) τριτογενήςκαινοζωικός, (ε) τεταρτογενής …   Dictionary of Greek

  • δεβόνιο — Γεωλογική περίοδος του παλαιοζωικού αιώνα, η οποία ακολουθεί το σιλούριο και προηγείται του λιθανθρακοφόρου. Περιλαμβάνει τη χρονική περίοδο από την εξαφάνιση των πραγματικών γραπτολίθων, έως την εμφάνιση του productus και του πρώτου αντιπροσώπου …   Dictionary of Greek

  • Εύβοια — I Νησί (3.658 τ. χλμ., 209.130 κάτ.) που απλώνεται με νοτιοανατολική κατεύθυνση κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής της Στερεάς Ελλάδας. Είναι το δεύτερο σε μέγεθος νησί της Ελλάδας μετά την Κρήτη. Στα Β του νησιού οι δίαυλοι του Τρίκερι και… …   Dictionary of Greek

  • λιθανθρακοφόρο — Η πέμπτη γεωλογική περίοδος του παλαιοζωικού αιώνα, ανάμεσα στη δεβόνιο και στην πέρμιο περίοδο. Η ονομασία του προέρχεται από τα τεράστια αποθέματα απολιθωμένων ορυκτών ανθράκων (λιθάνθρακες, βλ. λ.), τα οποία εντοπίζονται μέσα στα πετρώματά του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”